ενζυματικός

ενζυματικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τα ένζυμα.
2. που παράγεται από τα ένζυμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”